μυρίχη

μυρίχη
μυρίχη, ἡ (Μ)
βλ. μυρίκη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μυρίκη — Μεγάλος ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.120 μ., 206 κάτ.) του νομού Ευρυτανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καρπενησίου. * * * και μυρικιά, η (ΑΜ μυρίκη, Μ και μυρίχη) θάμνος ρητινοφόρος, τύπος τής οικογένειας τών μυρικιδών, που φυτρώνει σε ελώδεις… …   Dictionary of Greek

  • μυριχέα — μυριχέα, ἡ (Μ) είδος θάμνου που ευδοκιμεί σε ελώδεις ή παραθαλάσσιες περιοχές, η αρμυρίκη ή το αρμυρίκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρίχη + κατάλ. έα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”